συμπλεκτικός

συμπλεκτικός
συμ-πλεκτικός, ή, όν, mit verflechtend, verbindend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συμπλεκτικός — twining masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικός — ή, ό/συμπλεκτικός, ή, όν, ΝΑ, και συμπλεχτικός, ή, ό, Ν [συμπλέκω] 1. αυτός που συμπλέκει 2. φρ. «συμπλεκτικοί σύνδεσμοι» (στην παρατακτική σύνδεση) σύνδεσμοι που συμπλέκουν, συνενώνουν, καταφατικά ή αποφατικά, ομοειδείς λέξεις ή προτάσεις και οι …   Dictionary of Greek

  • συμπλεκτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που συμπλέκει: Ο «και»είναι συμπλεκτικός σύνδεσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπλεκτικῶν — συμπλεκτικός twining fem gen pl συμπλεκτικός twining masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικόν — συμπλεκτικός twining masc acc sg συμπλεκτικός twining neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικώτατον — συμπλεκτικός twining masc acc superl sg συμπλεκτικός twining neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικοῖς — συμπλεκτικός twining masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικοί — συμπλεκτικός twining masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικοῦ — συμπλεκτικός twining masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικούς — συμπλεκτικός twining masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλεκτικῆς — συμπλεκτικός twining fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”